-
1 обувь
обувь ж τα υποδήματα, τα παπούτσια· детская \обувь παιδικά παπούτσια· женская (мужская) \обувь γυναικεία ( ανδρικά), παπούτσια* резиновая \обувь λαστιχένια παπούτσια* спортивная \обувь υποδήματα σπορ* * *жτα υποδήματα, τα παπούτσιαде́тская о́бувь — παιδικά παπούτσια
же́нская (мужска́я) о́бувь — γυναικεία (ανδρικά), παπούτσια
рези́новая о́бувь — λαστιχένια παπούτσια
спорти́вная о́бувь — υποδήματα σπορ
-
2 обувь
обувьж τό ὑπόδημα, τό παπούτσι:женская \обувь τά γυναικεία παπούτσια· мужская \обувь τά ἀνδρικά παπούτσια· детская \обувь τά παιδικά παπούτσια, τά παπουτσάκια· кожаная \обувь τά πέτσινα παπούτσια· резиновая \обувь τά λαστιχένια παπούτσια, τά λάστιχα· валяная \обувь τά τσόχινα ὑποδήματα. -
3 резиновый
резин||овыйприл λαστιχένιος, του καουτσούκ:\резиновыйовая обувь τά λαστιχένια παπούτσια· \резиновыйовая промышленность ἡ βιομηχανία τοδ καουτσούκ. -
4 резиновый
επ.1. ελαστιχός• λαστ ιχέν ιος• του καουτσούκ•-ое производство παραγωγή ελα-στιχών ή καουτσούκ•
-ые калоши οι γαλότσες•
-ая обувь λαστιχένια παπούτσια.
2. μτφ. (για έννοιες)• εκτατικός.